- ἄνδηρον
- ἄνδηρονraised bankneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀνδήροις — ἄνδηρον raised bank neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδήροισι — ἄνδηρον raised bank neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδήροισιν — ἄνδηρον raised bank neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδήρου — ἄνδηρον raised bank neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδήρων — ἄνδηρον raised bank neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνδηρα — ἄνδηρον raised bank neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσάντρα — και μισάντρα και μουσάντρα, η 1. μεγάλο εντοιχισμένο ερμάρι που χρησιμεύει για τη φύλαξη κλινοσκεπασμάτων 2. μαντρότοιχος ο οποίος χωρίζει δύο αυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσάνδηρα (< μέσον + ἄνδηρον «ύψωμα, πρόχωμα»). Κατ άλλους, από τουρκ.… … Dictionary of Greek
ἄνδηρ' — ἄνδηρα , ἄνδηρον raised bank neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)